Σταυρανθή — (Cruciferae). Οικογένεια ποωδών φυτών της τάξης των ροιαδωδών (δικοτυλήδονα). Χαρακτηρίζονται από τα άνθη τους, που έχουν τέσσερα ελεύθερα πέταλα, όμοια ή ελαφρά ανόμοια μεταξύ τους σε σταυροειδή διάταξη. Έχουν επίσης τέσσερα σέπαλα, έξι στήμονες … Dictionary of Greek
βιολέτα — (violla).Κοινή ονομασία της καλλιεργούμενης ποικιλίας του φυτικού είδους ματθιόλα η πολιά της οικογένειας των σταυρανθών. Έχει βλαστό διακλαδιζόμενο, με τη βάση αποξυλωμένη, ύψος 30 60 εκ., φύλλα επαλλάσσοντα, προμήκη, χνουδωτά, άνθη κόκκινα,… … Dictionary of Greek
χειράνθηρο — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης σαξιφραγώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χείρανθος + κατάλ. ηρός (πρβλ. πον ηρός)] … Dictionary of Greek
χειρανθίνη — η, Ν δηλητηριώδης ουσία που περιέχεται στα σπέρματα και στα φύλλα τού χειράνθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χείρανθος + κατάλ. ίνη] … Dictionary of Greek
pirandă — PIRÁNDĂ, pirande, s.f. (pop.) Ţigancă; nevastă de ţigan. – Din ţig. pirando. Trimis de oprocopiuc, 22.10.2007. Sursa: DEX 98 PIRÁNDĂ s. v. ţigancă. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime pirándă s. f., g. d. a … Dicționar Român