χείρανθος

χείρανθος
ο, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σταυρανθή ή βρασσικίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. νεολατ. cheiranthus < cheir- (< αραβ. khīrī «είδος φυτού») + -anthus (< ἄνθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Σταυρανθή — (Cruciferae). Οικογένεια ποωδών φυτών της τάξης των ροιαδωδών (δικοτυλήδονα). Χαρακτηρίζονται από τα άνθη τους, που έχουν τέσσερα ελεύθερα πέταλα, όμοια ή ελαφρά ανόμοια μεταξύ τους σε σταυροειδή διάταξη. Έχουν επίσης τέσσερα σέπαλα, έξι στήμονες …   Dictionary of Greek

  • βιολέτα — (violla).Κοινή ονομασία της καλλιεργούμενης ποικιλίας του φυτικού είδους ματθιόλα η πολιά της οικογένειας των σταυρανθών. Έχει βλαστό διακλαδιζόμενο, με τη βάση αποξυλωμένη, ύψος 30 60 εκ., φύλλα επαλλάσσοντα, προμήκη, χνουδωτά, άνθη κόκκινα,… …   Dictionary of Greek

  • χειράνθηρο — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης σαξιφραγώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χείρανθος + κατάλ. ηρός (πρβλ. πον ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • χειρανθίνη — η, Ν δηλητηριώδης ουσία που περιέχεται στα σπέρματα και στα φύλλα τού χειράνθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χείρανθος + κατάλ. ίνη] …   Dictionary of Greek

  • pirandă — PIRÁNDĂ, pirande, s.f. (pop.) Ţigancă; nevastă de ţigan. – Din ţig. pirando. Trimis de oprocopiuc, 22.10.2007. Sursa: DEX 98  PIRÁNDĂ s. v. ţigancă. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  pirándă s. f., g. d. a …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”